- ἐμπερίτομος
- ἐμπερίτομος, ον (s. περιτέμνω) circumcised B 9:6 v.l. (found elsewh. only in Ps.-Clem., Hom. p. 4, 22 Lag., and Philostorg., HE 3, 4).
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
εμπερίτομος — ἐμπερίτομος, ον (Α) αυτός που έχει υποστεί περιτομή … Dictionary of Greek
εμπερίτμητος — ἐμπερίτμητος, ον (Α) ο εμπερίτομος … Dictionary of Greek